συνάχρονος

συνάχρονος
-ον, Α
αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς, που είναι επίσης αιώνιος («ἀθανάτου πατρὸς υἱὲ συνάχρονε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἄχρονος «αιώνιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”